ηδονόπληκτος

ηδονόπληκτος
-η, -ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, -ον)
αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό- (< ηδονή) + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηδονοπλήξ — ἡδονοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ηδονόπληκτος («ἡδονοπλήξ φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + πλήξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αστρο πλήξ, παρα πλήξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”